Skip navigation.
Home

Παϊδούση – Παπαντωνίου Γιόνα (Ιωάννα) Μικέ: Η ιστορία του αδελφού της Γιώργου Παπαντωνίου

Παϊδούση – Παπαντωνίου Γιόνα (Ιωάννα) Μικέ (1917-2009): Η Γιόνα Μικέ Παϊδούση, κόρη του γιατρού Απόστολου Παπαντωνίου και της Χρυσούλας Μπέικου, γεννήθηκε στους Δίδυμους της Ερμιονίδας όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Φοίτησε στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και έλαβε το απολυτήριο της από το Καποδιστριακό Γυμνάσιο Ναυπλίου, απόφοιτος του οποίου υπήρξε και ο πατέρας της. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1942. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στην Ερμιονίδα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών· εκεί μελέτησε την αλβανική γλώσσα και λογοτεχνία. Με την λευκή ποδιά η συγγραφέας στην είσοδο του Πατρικού της σπιτιού στα Δίδυμα περίπου το 1943. Φωτογραφία από το βιβλίο, Γιόνα Μικέ Παϊδούση, « Ο Κόκκινος Επιτάφιος », Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008.
 
 
Παντρεύτηκε το 1952 τον Χιώτη λόγιο και γιατρό, δόκτορα Μικέ Παϊδούση,* ιδρυτή της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας το 1935, αιματολόγο που πραγματοποίησε την πρώτη μετάγγιση αίματος στην Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της κοινής τους ζωής στάθηκε στο πλευρό του συζύγου της υποστηρίζοντας το έργο του με όλες της τις δυνάμεις. Μετά το θάνατο του, το 1974, ασχολήθηκε με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, με μεταφράσεις ξένων έργων και με την αναλυτική μελέτη της ιστορίας και λαογραφίας της Ερμιονίδας.
Βιβλία της: Τα παιδιά της Σπηλιάς, Κέδρος, Αθήνα 1978· Πριν από τον Δεκέμβρη, Αλλαγή, Αθήνα 1979· Τα Βίλια του Κιθαιρώνα και τ’ αρβανίτικα τραγούδια τους, Αλλαγή, Αθήνα 1980· Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες, Πελοποννησιακό Λαογραφικό ‘Ίδρυμα, Ναύπλιο 1996· Τα αρβανίτικα τραγούδια της Ερμιονίδας Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1999. Μεταφράσεις από την αλβανική γλώσσα: Ισμαήλ Κανταρέ, Ο ρημαγμένος Απρίλης, Αλλαγή, Αθήνα 1981· Ενβέρ Χότζα, Ο αγγλοαμερικάνικος κίνδυνος για την Αλβανία, Αλλαγή, Αθήνα 1982, Ο Κόκκινος Επιτάφιος, Αθήνα 2008. Υπό έκδοση, από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, βρίσκονται τρεις μελέτες ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου. Έφυγε από κοντά μας τη Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2009.
 
 
Υποσημείωση: Ο Μικές Παϊδούσης γεννήθηκε στον Κάμπο της Χίου το 1906. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο έγινε διδάκτορας το 1948. Σαν γιατρός υπηρέτησε σε διάφορα νοσοκομεία του κέντρου και της περιφέρειας. Κατά τη θητεία του στον Ερυθρό Σταυρό στράφηκε στην αιματολογία, ενώ αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας. Σε συνεργασία με τον μεγάλο Χιώτη χειρούργο Μαθιό Μακκά, εγκαινίασε την οργανωμένη αιμοδοσία στην Ελλάδα, ιδρύοντας το 1935 την Υπηρεσία Αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού. Υπηρέτησε σαν γιατρός στο Αλβανικό Μέτωπο. Το 1944 απεστάλη στη Χίο, για την περίθαλψη των τραυματιών από τον βομβαρδισμό του πλοίου του Ερυθρού Σταυρού “Βίριλ”. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, κυνηγήθηκε από τους Γερμανούς και τέλος βγήκε στην παρανομία, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες σαν ιατρός. Σε ανταμοιβή, η Ελληνική κυβέρνηση στα μετακατοχικά χρόνια της μισαλλοδοξίας, τον έστειλε για “αναμόρφωση” στην Ικαρία για 6 μήνες εξαιτίας των ιδεολογικών αντιλήψεων του. Στη συνέχεια απολύθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό. Το 1950 ο Σμπαρούνης, τον προσέλαβε στο “Γερουλάνειο Ίδρυμα”, όπου και ίδρυσε τράπεζα αίματος. Από το 1952 μέχρι το 1972, διηύθυνε το Β’ Περιφερειακό Κέντρο Αιμοδοσίας των Αθηνών στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Υπήρξε προσωπικός γιατρός της Πηνελόπης Δέλτα και του Ι. Μεταξά, φίλος του Καζαντζάκη, του Βάρναλη, του Τσίρκα, του Ρίτσου, του Μ. Θεοδωράκη, του Μυταράκη, του Δαρζέντα, του Απέργη, του Καλμούχου και άλλων σπουδαίων ανθρώπων. Το επιστημονικό του έργο, πλούσιο και ενδιαφέρον, είναι μεγάλο. Πολλές οι δημοσιεύσεις με λαογραφικό, ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο στον Αθηναϊκό και Χιώτικο τύπο της εποχής. Τιμήθηκε με το Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξεως και το Μετάλλιο των Εξαίρετων Πράξεων. Πέθανε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1974 από οξύ καρδιακό επεισόδιο. 

«Αντίσταση και δωσιλογισμός στην κατοχική Αργολίδα»
                                        ''Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ΄ ορά''
Η Γιόνα Μικέ Παιδούση, κόρη του γιατρού Απόστολου Παπαντωνίου και της Χρυσούλας Μπέικου, γεννήθηκε στους Δίδυμους της Ερμιονίδας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στην Ερμιονίδα.
''Ο Κόκκινος Επιτάφιος'' είναι αφιερωμένος σ' έναν άταφο νεκρό, στον αδερφό της Γιόνας Μικέ Παιδούση. Το αφήγημα αυτό αποτελεί μια μαρτυρία για την εποχή της Αντίστασης και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τότε. Η Πελοπόννησος ήταν μια ιδιαίτερη περιοχή, όπου οι εμφύλιες συγκρούσεις πήραν τη μορφή ενός ανελέητου ολοκληρωτικού πολέμου, με άταφους ακόμη νεκρούς. Η συγγραφέας μεταφέρει τη βιωμένη εμπειρία της στην ανατολική Αργολίδα. Εγκατέλειψε την Αθήνα, όπου σπούδαζε στη Φιλοσοφική Σχολή και επέστρεψε στο χωριό της, τα Δίδυμα, όπου το περιβάλλον ήταν γενικότερα συντηρητικό και φιλοβασιλικό. Η Αργολίδα ήταν το προπύργιο φιλοβασιλικών κομμάτων. Η Γιόνα Μικέ Παιδούση άρχισε να συγκροτεί έναν πρώτο πυρήνα του ΕΑΜ κερδίζοντας την εμπιστοσύνη αρκετών νέων. Το καλοκαίρι του 1943 οι πρώτοι αντάρτες του ΕΛΑΣ μετέτρεψαν το χωριό Δίδυμα σε αντάρτικη βάση. Όμως, γερμανικά στρατεύματα με ενισχυμένα Τάγματα Ασφαλείας από το Ναύπλιο και την Κόρινθο, εισέβαλαν στα Δίδυμα συλλαμβάνοντας και δολοφονώντας τα πιο γνωστά μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η συγγραφέας παραθέτει όλα τα ονόματα όσων έφεραν τους Γερμανούς στο χωριό. Στη γειτονική Τροιζηνία επτά ΕΠΟΝίτες με επικεφαλής το μεγαλύτερο αδερφό της συγγραφέως δολοφονήθηκαν άγρια στην αυλή του Αγίου Χαραλάμπους και τα πτώματά τους πετάχτηκαν σ' έναν ασβεστόλακκο.
«Ο Κόκκινος Επιτάφιος» αποτελεί μια αυτοβιογραφική αφήγηση από τις πιο διαφωτιστικές των τελευταίων ετών για την εποχή της Αντίστασης στην Ελλάδα. Η συγγραφέας, ως στέλεχος της τοπικής ΕΠΟΝ, μας παραθέτει τα απομνημονεύματά της. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο λόγος της που είναι φροντισμένος και χειμαρρώδης. Η γλώσσα της είναι έντονα περιγραφική και προσδίδει στο βιβλίο της λογοτεχνικά χαρακτηριστικά. Οι περιγραφές της, πλούσιες, σε αρκετά σημεία του βιβλίου μαρτυρούν τη λογοτεχνική της δεινότητα και ταυτόχρονα προσδίδουν δραματικό χαρακτήρα στην αφήγηση. Η συγγραφέας, παρ'όλο που ήταν ενεργό μέλος αντιστασιακής οργάνωσης, είναι εντυπωσιακά αντικειμενική και αυτό αποτελεί σπουδαίο προτέρημα, καθώς υπάρχουν ιστορικά στοιχεία στο αυτοβιογραφικό αυτό αφήγημα, και με τον τρόπο αυτό υπηρετείται η αλήθεια, η οποία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας. Στη μνήμη του αδερφού της, ο οποίος έμεινε άταφος, καταθέτει την προσωπική της ιστορία και το γεγονός αυτό προσδίδει στο λόγο της πάθος και δραματικότητα. Το βιβλίο της αυτό, εκτός από την αλήθεια υπηρετεί και έναν άλλο ιερό σκοπό, ο οποίος ήταν ιερός από την αρχαιότητα, να τιμάται ο νεκρός με ταφή και ιεροτελεστίες. Αφού δεν επιτεύχθηκε αυτό, τον τίμησε με έναν επιτάφιο λόγο, τέτοιο που αρμόζει στους αγωνιστές της πατρίδας που θυσιάστηκαν για υψηλά ιδανικά και που, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ό,τι και να ειπωθεί για αυτούς φαντάζει μικρό και λίγο μπροστά στη θυσία τους.

Ακολουθούν τα γραφόμενα της Γιάννας – Παιδούση – Παπαντωνίου σχετικά με την οικογένεια της.    
« Ο γιατρός Απόστολος Παπαντωνίου και η γυναίκα του Χρυσούλα Μπέκου είχαν έξι παιδιά, δύο γιους και τέσσερις κόρες. Ο γιατρός έφυγε από τη ζωή τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του 1942 σε ηλικία μόλις 52 χρόνων. Τη θέση του μέσα στην οικογένεια πήρε άξια η γυναίκα του με βοηθό της τον μεγαλύτερο γιο της, τον Γιώργο. Η Ιταλογερμανική κατοχή έπληξε και την οικογένεια του γιατρού, όπως και την κάθε Ελληνική οικογένεια. Η μητέρα Χρυσούλα προσηλωμένη στις εντολές του συζύγου της επιδόθηκε σε δύσκολο αγώνα να σπουδάσει τα παιδιά της. Αλλά η εχθρική κατοχή, που βρήκε όλα τα παιδιά στα σχολεία τους, ανάγκασε τη μητέρα να μαζέψει τα παιδιά της στο σπίτι της, ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός. Η κατάσταση ήταν υποφερτή, η οικογένεια δεν στερήθηκε το ψωμί χάρη στις φροντίδες της μητέρας. Έτσι ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν τα πρώτα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης. Η πρώτη κόρη Γεωργία δεν εδίστασε, οργανώθηκε αμέσως έχοντας κοντά της και τις τρεις μικρότερες αδερφές της, την Αναστασία, την Αδαμαντία και την Ελένη. Ο μεγάλος αδερφός, ο Γιώργος, μοίρασε τον εαυτό του ανάμεσα στα οικογενειακά βάρη και την Εθνική Αντίσταση και όταν του ζητήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Αντίσταση στην περιοχή της Τροιζηνίας από το πόστο του καθοδηγητή της Ε.Π.Ο.Ν., υπάκουσε. Αλλά με κάθε ευκαιρία γύριζε στο σπίτι για να βοηθήσει την μητέρα, να δει τις αδερφές του και τον μικρό αδερφό του, τον Παντελή. Αυτό κράτησε ως τον Ιούνιο του 1944, όταν μια μικρή Γερμανική δύναμη από πολλούς «ταγματασφαλίτες» έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση στην Ερμιονίδα και στην όμορφη Τροιζηνία. Η ντόπια αντίδραση πανηγύριζε. Οι «ταγματασφαλίτες» αφοσιωμένα εκτελεστικά όργανα των Γερμανών, προβαίνανε σε εκτελέσεις χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα.
       Ο Γιώργος περέμεινε στην Τροιζηνία μαζί με έξι άλλους ΕΠΟΝίτες, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, που ακολούθησαν μία αντάρτικη δύναμη σε ορεινή περιοχή της Τροιζηνίας και έτσι δεν ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό. Και όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπεχώρησαν προς τα νώτα της Ερμιονίδας, τότε στην Τροιζηνία θριάμβευσε η ντόπια αντίδραση. Με την εχθρική υποχώρηση, δόθηκε εντολή από την αντάρτικη διοίκηση να επιστρέψουν όλοι στις βάσεις τους. ο Γιώργος πήρε το προσωπικό του ΕΠΟΝίτικου γραφείου της Τροιζηνίας και κατέβηκε στο χώριο Κάτω Φανάρι, όπου ήταν η βάση του. ο Γιώργος ήταν πολύ αγαπητός σε όλη την περιοχή. Σε όποιο χωριό πήγαινε οι χωριανοί μαζεύονταν γύρω του και τον άκουγαν να τους μιλάει για τα δικά τους ενδιαφέροντα και για τα καθημερινά προβλήματά τους. Τον έλεγαν «ο Γιώργος το παιδί του γιατρού μας», γιατί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον πατέρα του Γιώργου, που αψηφούσε χειμώνες και λιοπύρια και πήγαινε στα χωριά τους, όπου υπήρχε άρρωστος. Αλλά η ντόπια αντίδραση αγρυπνούσε. Συμβούλια και διαβούλια κρυφά για το πώς θα εξολοθρεύσουν όλο το προσωπικό του γραφείου της Ε.Π.Ο.Ν. «Και έλαβαν βουλή οι άνομοι» μιας και δεν τους είχαν στείλει ακόμα όπλα, να χρησιμοποιήσουν τα μαχαίρια τους. Ενώ παράλληλα ζήτησαν από το Γιώργο να τους μιλήσει να ξαναοργανωθούν, να τους ενθαρρύνει. Και στήσανε τραπέζι γιορτινό στην αυλή της εκκλησίας του χωριού του Αγίου Χαράλαμπου. Ο Γιώργος στο μεταξύ οδοιπορώντας μέσα από βουνά έφτασε κρυφά στα Δίδυμα. Ήθελε να συναντήσει το θείο του, αδερφό του πατέρα του και να τον συμβουλευτεί. Βρήκε τρόπο και ειδοποίησε το θείο του, αλλά αυτός του παράγγειλε «όπως έστρωσε να κοιμηθεί». Γυρίζοντας ο Γιώργος προς την Τροιζηνία, συνάντησε πάνω στο Μεγαλοβούνι (το όρος Δίδυμα) έναν βοσκό μακρινό συγγενή του. του έδωσε νερό ο βοσκός και προσπάθησε να τον πείσει να μείνει μαζί του στο βουνό. Ο Γιώργος σκέφτηκε τους συντρόφους του και συνέχισε την πορεία του. Έφτασε στο Κάτω Φανάρι και πήγε στο σπίτι που φιλοξενιόταν. Εκεί η νοικοκυρά, μακρινή συγγενής μας και αυτή, προσπάθησε να τον πείσει να μην πάει στο τραπέζι που ετοίμαζαν. Η μυρωδιά του αίματος είχε απλωθεί πάνω από το χωριό. Η γυναίκα προσπάθησε αλλά μάταια. Ο Γιώργος της είπε «εκεί κάτω βρίσκονται έξι παιδιά, οι σύντροφοί μου, δεν μπορώ να τους αφήσω». Τη χαιρέτησε και έφυγε και πήγε στο τραπέζι του θανάτου. Εκεί γύρω η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυριώτικη. Κανένα σημάδι δεν έδειχνε τον ερχομό του θανάτου. Μια στιγμή φώναξαν, ιδιαίτερα το Γιώργο και του είπαν «σήκω και φύγε». Ήταν η ώρα που ο Γιώργος κατάλαβε το βάθος του μίσους που είχε θρέψει στις ψυχές των απλών ανθρώπων του χωριού η ντόπια αντίδραση. Και τους απάντησε «Εσείς με καλέσατε, δεν ήρθα μόνος». Του ξαναείπαν «σήκω και φύγε». Και τους ανταπάντησε «σύμφωνοι, παίρνω τα παιδιά και φεύγω». «Όχι» του είπαν κοφτά «θα φύγεις μόνος». «Δεν ήρθα μόνος και μόνος δεν φεύγω» τους αποκρίθηκε κι έμεινε κοντά στους συντρόφους του. σε λίγο το λόγο πήραν τα μαχαίρια. Πέντε παλληκαράκια και δυο κοπελίτσες σφάχτηκαν σαν τα αρνιά του Πάσχα. Έμειναν νεκρά εκεί στον τόπο της εκτέλεσης, μόνα στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ως τα χαράματα που μερικοί χωριανοί πήγανε και τα σβάρνισαν σε μια αρκετή απόσταση, όπου υπήρχε ένας ασβεστόλακκος. Τα σώριασαν το ένα πάνω στο άλλο, ο παπάς του χωριού κοιμότανε. Έμειναν χρόνια στον ασβεστόλακκο, ώσπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού που ήταν ο ασβεστόλακκος, τώρα τα τελευταία χρόνια (εξήντα χρόνια λογαριάζω) έβαλε μια μπουλντόζα, ανέσκαψε το λάκκο, θρυμμάτισε τα οστά και τα σκόρπισε στο χωράφι του για λίπασμα. Και τούτο για να μη μείνει σημάδι να τους θυμίζει το έγκλημά τους, ούτε στους επιζώντες, ούτε στους απογόνους τους. Και κανένας τους δεν σκέφτηκε πως εκεί στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ζει και σπαρταράει αιώνια το αγνό αίμα εφτά θυσιασμένων παιδιών, εφτά μαρτύρων της Εθνικής Αντίστασης. Ποια ήταν τα παιδιά αυτά ποτέ δε μαθεύτηκε. Στην αρχή λέγανε πως ήσαν ξένοι, όμως εξήντα χρόνων έρευνα έδειξε ότι το ένα από τα κορίτσια ήταν η Δήμητρα Λαμπροπούλου, γέννημα – θρέμμα του Κάτω Φαναριού. Ύστερα λέγανε πως ήτανε Ρώσοι κι όταν τους ρώτησα αν μιλούσαν Ελληνικά απάντησαν «ναι μιλούσαν Ελληνικά». «Κι αν ήσαν Ρώσοι έπρεπε να τους σφάξετε;» Με αμηχανία απαντούν, χάνουν τα λόγια τους, «ε τότε έτσι ήταν τα μυαλά μας». Τώρα την ευθύνη την ρίχνουν σε κάποιον «Ρούντο» και λένε πως αυτός ήταν ο αρχιφονιάς. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει κι άλλα φονικά, έμπαινε στη φυλακή και σε λίγο έβγαινε. Μαζί του ήτανε και μια Κατερίνα Γουβίταινα, ήτανε κι ένας νεαρός Καραγιάννης. Τα ρίξανε όλα σε ένα φουκαρά, Ψυχογιό λεγόμενο, που δικάστηκε κι έκανε κάμποσα χρόνια στη φυλακή. Αλλά και στη δίκη και στη φυλακή και ύστερα όπου στεκόταν έλεγε «δεν είμαι εγώ, δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγμα». Για τον «Ρούντο» λένε πως όταν θα πέθαινε κάλεσε τον παπά και εξομολογήθηκε το πολλαπλό έγκλημά του. Όσο για την διπλορφανεμένη οικογένεια του γιατρού Παπαντωνίου και του γιου του Γιώργου, πλήρωσε και αυτή με τη σειρά της τον αγώνα της για την απελευθέρωση. Η Γεωργία στη διάρκεια της εκκαθαριστικής επιχείρησης συνελήφθη από τον γκεσταπίτη Παναγιώτη Κουλάκο, από την Πάνιτσα της Μάνης. Οδηγήθηκε σε Γερμανό ανακριτή. Κάτι είπαν μεταξύ τους οι δυο τους στα Γερμανικά και ο Κουλάκος πήρε το κορίτσι και το πήγε στο σπίτι του. Όταν είδαν αυτό οι αντιδραστικοί που είχαν πρωτοστατήσει για την σύλληψή του δεν ξέρανε πώς να το εξηγήσουν, αλλά δειλιάσανε και καλούσαν τον Κουλάκο σε τραπέζια. Αυτός δεν πήγε σε κανένα. Τα είπε ο ίδιος αυτά στο κορίτσι. Του έδωσε και ένα μικρό σημειωματάριο, όπου είχε σημειώσει τα ονόματα των καταδοτών της και το τι είχε πει ο καθένας σε βάρος της. Της είπε «φύλαξε το, θα σου χρειαστεί κάποτε». Το σημειωματάριο καταστράφηκε μετά από χρόνια. Όταν απεχώρησαν οι Γερμανοί και ανέλαβε τα ηνία η ντόπια αντίδραση ζήτησαν να την συλλάβουν.
ΠΗΓΗ: Δεκεμβρίου 23, 2008 από Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Παϊδούση Γιόνα Μικέ (1917-2009